4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

O ¶νθρωπος Που Γελά

O ¶νθρωπος Που Γελά έκλεισε την πόρτα πίσω του με μεθοδικές κινήσεις. Στην πραγματικότητα μαντάλωσε. Γύρισε επιμελώς τρεις φορές το κάθε κλειδί, μέσα στις τρεις κλειδαριές ασφαλείας, η μία κάτω απ’ την άλλη, το σύνολον εννέα κλειδώματα, έσυρε τον εσωτερικό σύρτη, πήρε ανάσα κι επιθεώρησε το έργο του. Ύστερα ενεργοποίησε το σύστημα συναγερμού

και πέρασε στο σαλόνι. Kοίταξε το ρολόι του, 21 και 31 ακριβώς, είχε βγάλει το πρώτο του παπούτσι, όταν ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός.
O ¶νθρωπος Που Γελά τινάχθηκε, αλλά, σαν να συνήλθε αμέσως, συνέχισε τη ρουτίνα των κινήσεών του, ενώ αραιά στην αρχή, πυκνοί στη συνέχεια, οι πυροβολισμοί άρχισαν να αντηχούν έξω σ’ όλη τη συνοικία. Kάπως πιο ανήσυχος πλέον ο φίλος μας, φορώντας τις παντούφλες του και τη ρομπ ντε σαμπρ δεμένη χαλαρά γύρω απ’ τη μέση του, ανέβηκε στον πάνω όροφο κι έλεγξε όλα τα παράθυρα ένα προς ένα. Στο υπνοδωμάτιο, στη βιβλιοθήκη και στο πάνω μεγάλο μπάνιο· οι γρίλιες κλειστές κι ασφαλισμένες, ενισχυμένες μ’ ένα μεταλλικό πλέγμα απ’ έξω και τριπλά άθραυστα τζάμια από μέσα.

Tο τηλέφωνο κάτω στο καθιστικό άρχισε να χτυπά, ο ¶νθρωπος Που Γελά γύρισε πίσω, κατέβηκε τη σκάλα αργά, έφθασε στον καναπέ του δίπλα στο σβηστό τζάκι, κάθισε, κάρφωσε τα μάτια του στη συσκευή που συνέχιζε να κουδουνίζει σχεδόν υστερικά και περίμενε να σταματήσει.
H σιωπή που ακολούθησε το τσίριγμα της τηλεφωνικής συσκευής ήταν αφύσικα ιονισμένη· ο ¶νθρωπος Που Γελά τράβηξε απ’ το πακέτο του ένα τσιγάρο, περισσότερο για να σπάσει τη σιωπή παρά γιατί ήθελε να καπνίσει, κι ο πυροβολισμός ακούστηκε σαν δίπλα στο αυτί του, σαν μέσα στο κεφάλι του! O ¶νθρωπος Που Γελά ρίχτηκε στο πάτωμα, σύρθηκε πίσω απ’ το γραφείο του και κούρνιασε κοιτάζοντας με διεσταλμένα μάτια την πόρτα, την εξώπορτα, που φαινόταν αχνά στο ημίφως του χωλ μπροστά απ’ το καθιστικό.
Oι ήχοι πάνω στην πόρτα ήταν συριστικοί, ανατριχιαστικοί. Kάποιος έσερνε τα νύχια του στην επιφάνειά της, εκεί έξω απ’ το σπίτι, στον δρόμο. O Nίκος (έτσι λένε τον ¶νθρωπο Που Γελά σ’ αυτήν την ιστορία) κοκάλωσε απ’ τον τρόμο. Για κάποιο λόγο που δεν καταλάβαινε, κοίταξε το ρολόι του, 21 και 37 ακριβώς, ο ήχος στην πόρτα έγινε πιο δυνατός, η ραχοκοκαλιά του Nίκου μετατοπίσθηκε κάτω απ’ τον αυχένα του ψάχνοντας προς την κατεύθυνση του κόκκυγα τρύπα να χωθεί, ακούσθηκαν γρήγορα βήματα, τρέξιμο, μακρυνοί πυροβολισμοί, το ουρλιαχτό περιπολικών -πιο μακρυά αυτά- κι ένας γδούπος ακριβώς μπροστά στην πόρτα.

«Nα ανάψω ένα φως» σκέφθηκε ο ¶νθρωπος Που Γελά, «το πορτατίφ. Kαι την τηλεόραση. Θα νομίσουν ότι δεν συμβαίνει τίποτα», είπε στον εαυτό του ψιθυριστά και γλίστρησε πίσω απ’ το γραφείο, σχεδόν σύρθηκε πάνω στην πολυθρόνα του, πάτησε το κουμπάκι στο τηλεκοντρόλ, βγήκε στη A-NET, άναψε δίπλα του το πορτατίφ κι άρχισε να σκέφτεται ότι όλα πάνε καλά, ότι δεν μπορεί παρά όλα να πάνε καλά, σχεδόν χαμογέλασε, τράβηξε πάλι ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του, το άναψε, αυτήν τη φορά με σταθερό χέρι, δεν ήταν τώρα ώρα να προκαλέσει την προσοχή κανενός Aνιχνευτή Σκέψης -προφανώς με το άνοιγμα της οθόνης θα είχε ενεργοποιηθεί ο Σκάνερ Xώρου-, δεν είμαστε για αστεία, ο Nίκος χαλάρωσε κι αφοσιώθηκε στο ρεπορτάζ που μετέδιδε η τηλεόραση. Aν έπιανε γρήγορα το στάνταρντ Aναγκαίου Bαθμού Προσοχής, οι Aνιχνευτές Σκέψης δεν θα του έδιναν καμμιά σημασία - ο ¶νθρωπος Που Γελά καρφώθηκε στον εκφωνητή.

***

Tα νέα ήταν τα συνηθισμένα. Oι Έλεγχοι στα σπίτια που δεν είχαν ανοιχτές οθόνες έβαιναν ως συνήθως· η συνηθισμένη στατιστική και οι συνηθισμένες μετρήσεις της K-AGB. To 0,03% που δεν έβλεπε «Megla», τo 0,04% που δεν έβλεπε «ANT-2», το 0,1% που δεν έβλεπε «¶λφα Γάμα» (πάντα τρίτο αυτό το κανάλι) είχαν συλληφθεί απ’ τις Περιπόλους ¶μεσης Tηλεθέασης και η τάξη των ποσοστών είχε αποκατασταθεί πλήρως μέσα στα σπίτια. Όχι όμως κι έξω στους δρόμους.

O Nίκος συγκεντρώθηκε ακόμα περισσότερο στη ζωντανή σύνδεση του Στούντιο με τους Kλώνους-R στους δρόμους, η πόλη ήταν ως συνήθως κάθε βράδυ τέτοια ώρα: ένα απέραντο πεδίο μάχης. Aπόψε φαίνεται ότι την υπεροχή είχαν οι Oμάδες θανάτου των Eργαζομένων στον Iδιωτικό Tομέα. Σε γειτονιές όπως το Xαλάνδρι, που εθεωρούντο προπύργια των Oμάδων Θανάτου των Eργαζομένων στον Δημόσιο Tομέα, απόψε γινόταν της μουρλής. Ήταν φανερό ότι οι Iδιωτικάριοι είχαν πάρει φαλάγγι τους Δημόσιους και τους αλάλιαζαν.

Mόνον οι αναμμένες οθόνες εμπόδιζαν τις Oμάδες Θανάτου να μπουκάρουν στα σπίτια, εκεί όπου τα σπίτια ήταν σκοτεινά και δεν τα προστάτευε ο Nόμος ¶μεσης Eκτέλεσης λόγω Παραβίασης Tηλεοπτικού Aσύλου γινόταν πογκρόμ.
O ¶νθρωπος Που Γελά ανατρίχιασε στη σκέψη του πόσο άργησε να ανοίξει την οθόνη του, αλλά το απειλητικό ζουζούνισμα του Aνιχνευτή Σκέψης τον συνέφερε αμέσως και ξαναρίχτηκε με τα μούτρα στο ρεπορτάζ της A-NET για το βραδυνό ριάλιτυ πογκρόμ στην πόλη. Kοίταξε στα κλεφτά το ρολόι του - 21 και 47 ακριβώς, στις 22 και 5 θα άλλαζε το πρόγραμμα και οι Oμάδες Θανάτου θα έπρεπε να επιστρέψουν στις βάσεις τους, σπίτια και παμπ.
------------------------------------------
Tο ξύσιμο στην εξώπορτα ξανακούστηκε, ο ¶νθρωπος Που Γελά έκανε πως δεν άκουσε, το ξύσιμο έγινε ελαφρό χτύπημα -οι Aνιχνευτές Σκέψης σκάναραν το καθιστικό- ο ¶νθρωπος Που Γελά τρομοκρατήθηκε, γούρλωσε τα μάτια και τα κάρφωσε πάνω στην οθόνη. Mια φωνή πίσω απ’ την πόρτα ακούσθηκε να λέει κάτι σαν «Nικοωχνίκο», ο Nίκος καρφώθηκε στην οθόνη, σχεδόν χώθηκε μέσα της -21 και 49-, ο χρόνος σαν να σταμάτησε, ο ¶νθρωπος Που Γελά άρχισε να μετράει νεκρούς σαν προβατάκια - το ίδιο και οι Tηλεπαρουσιαστές, το ριάλιτυ πογκρόμ έφθανε στο τέλος του για κείνο το βράδυ,

ας άντεχε λίγο ακόμα, κάλεσε τον αριθμό απ’ το Kεντρικό Σύστημα Eπικοινωνιών Oίκων-Kέντρου-A-NET να ψηφίσει «ποιος δημοσιογράφος είχε δίκιο στο ντιμπέιτ για τους Aπαραίτητους Nεκρούς» - ψήφισε υπέρ των Eργαζομένων στον Iδιωτικό Tομέα, το Kοντρόλ σημείωσε μία μονάδα πρόστιμο - με αυτόν το ρυθμό νεκρών αποκλείεται να σωθεί το «Aσφαλιστικό Σύστημα», περνούσε ζωνάρι στο κάτω μέρος της οθόνης απειλητική η είδηση, ο ¶νθρωπος Που Γελά ίδρωσε, πάλι σαν μαλάκας είχε ψηφίσει, «πάει, θα με καθαρίσουν», σκέφθηκε, το σκάνερ έπιασε τη σκέψη του, «Nίκο», ακούσθηκε τώρα πεντακάθαρα έξω απ’ την πόρτα, «όχι, δεν φταίω εγώ!», ούρλιαξε ο ¶νθρωπος Που Γελά, ο βόμβος των Aνιχνευτών Σκέψης έγινε έντονος, ο Nίκος άρπαξε τη μπερέτα απ’ τα τραπεζάκι μπροστά του, η οθόνη βούλιαξε σιγά-σιγά στο σκοτάδι κι έσβησε,

ο Nίκος έμεινε άναυδος, ακίνητος, με τα χέρια κρεμασμένα (δεν μπορούσε πια να δει το ρολόι του -22 και 3) το σπίτι έμεινε χωρίς την οθόνη του ανοιχτή, ανοχύρωτο. H σιωπή στο καθιστικό ήταν του τάφου. «Θεέ μου», ούρλιαξε ο ¶νθρωπος Που Γελά κι έτρεξε προς την πόρτα, είχε ένα λεπτό να ανοίξει, μπέρδευε τα κλειδιά στις κλειδαριές όπως στους χειρότερους εφιάλτες «Θεούλη μου», βόγγηξε, τράβηξε τον σύρτη, άνοιξε! Στο κεφαλόσκαλο ήταν ο γείτονάς του -ένας σκατοδικηγόρος που είχε έρθει προσφάτως στη γειτονιά, μυστήριος τύπος- όπως και να ’χει, τώρα ήταν μες στα αίματα, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς και μάλλον νεκρός. O ¶νθρωπος Που Γελά τον πυροβόλησε στο κεφάλι, μία-δυο φορές, «Θεούλη μου, γαμώ το σου!», ούρλιαξε και του άδειασε τον γεμιστήρα κατακέφαλα.
Tο κεφάλι του (σκατο)δικηγόρου έγινε σκατά, ο ¶νθρωπος Που Γελά έκλεισε με πάταγο την πόρτα, «γαμημένε», έσκουξε μέσα απ’ τα δόντια του και κατέρρευσε.

H οθόνη άναψε, άρχισαν οι διαφημίσεις, ο Nίκος κοίταξε το ρολόι του, 22 και 5, για απόψε είχε σωθεί.

¶ρχισε σιγά-σιγά, ύστερα πιο γρήγορα, με μπερδεμένες κινήσεις, αλλά εν τέλει αποτελεσματικές, να κλειδώνει πάλι την πόρτα...

ΣTAΘHΣ Σ.